φληνάφημα

φληνάφημα
φληνᾰφ-ημα, ατος, τό,
A = φλήναφος, E.Ep.5.2 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φληνάφημα — το, ΝΜΑ [φληναφώ] φλυαρία, μωρολογία, σαχλαμάρα …   Dictionary of Greek

  • φληναφημάτων — φληνάφημα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φληναφήματα — φληνάφημα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στωμυλία — η, ΝΑ και στομυλία Α [στωμύλος] 1. ευχερής και ευχάριστη πολυλογία 2. ευφράδεια, ευγλωττία αρχ. φλυαρία, φληνάφημα …   Dictionary of Greek

  • φληναφία — η, ΝΜΑ [φλήναφος] φληνάφημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”